- μυληθρίς
- μῠλ-ηθρίς, ίδος, ἡ,A = μυλακρίς 11, Poll.7.19.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μυληθρίς — μυληθρίς, ίδος, ἡ (Α) είδος σκαθαριού που ζει σε μύλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + επίθημα θρίς (πρβλ. μυλωθρίς)] … Dictionary of Greek
μυληθρίς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύλη — η (ΑΜ μύλη) 1. χειρόμυλος 2. το στρογγυλό οστό τής επιγονατίδας 3. σαρκώδης όγκος τής μήτρας, ο οποίος παρατηρείται κατά την κύηση και που σήμερα ορίζεται ως προϊόν εκφύλισης τών τροφοβλαστικών λαχνών τού πλακούντα, οι οποίες μετασχηματίζονται σε … Dictionary of Greek